- φιλεύδιος
- φιλεύδιοςloving clear weathermasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλεύδιος — ον, Α αυτός που τού αρέσει ο καθαρός, ο ανέφελος ουρανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + εὔδιος «γαλήνιος, ανέφελος»] … Dictionary of Greek
φιλεύδιον — φιλεύδιος loving clear weather masc/fem acc sg φιλεύδιος loving clear weather neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)